- αιγυπιός
- (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα. Ο α. έχει μεγάλο και λεπτό ράμφος. Φωλιάζει σε απόκρημνους βράχους. Στην Αίγυπτο είναι γνωστός με την ονομασία όρνιθα του Φαραώ.
* * *αἰγυπιός, ο (Α)μεγάλο αρπακτικό πτηνό, όμοιο με γύπα (τρέφεται με ζωντανά ζώα, σε αντίθεση με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμια), γυπαετός, μαύρο όρνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάλογοι τ. συγγενών ΙΕ γλωσσών (αρχ. ινδ. r°ji-pya-, επίθ. προσδιοριστικό της λ. śyena «αετός, γεράκι», αβεστ. arəzi-fya- «αετός», πρβλ. Ησύχ. «ἄρξιφοςἀετὸς παρὰ Πέρσαις», αρμεν. arcni (< *arci-wi) «αετός» κ.ά.) οδηγούν στο να δεχτούμε και για την Ελληνική ένα α' συνθετικό *ἀργυ-. Αντ' αυτού, με παρετυμολογική επίδραση των αἴξ και γὺψ / -πιθ. και τού αἰετὸς για το α' συνθετικό- δημιουργήθηκε τελικά ο τ. αἰγυπιός].
Dictionary of Greek. 2013.